καταιονῶ

καταιονῶ
καταιονάω
pour upon
pres imperat mp 2nd sg
καταιονάω
pour upon
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
καταιονάω
pour upon
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
καταιονάω
pour upon
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταιονάω
pour upon
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταιονάω
pour upon
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταιονώ — καταιονῶ, άω (Α) βλ. καταιονίζω …   Dictionary of Greek

  • καταιονίζω — και καταιονώ (Α καταιονῶ, άω) 1. βρέχω κάποιον ή κάτι με νερό που πέφτει με ορμή από πάνω σαν βροχή, καταβρέχω 2. ιατρ. εκτελώ καταιόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰονῶ «υγραίνω». Ο τ. καταιονίζω από μεταπλασμό τού καταιονῶ κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] …   Dictionary of Greek

  • καταιόνημα — καταιόνημα, τὸ (Α) [καταιονώ]. το νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο με ορμητική πτώση του …   Dictionary of Greek

  • προκαταιονώ — άω, ΜΑ προκαταβρέχω, περιρραντίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταιονῶ «καταβρέχω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”